Εφυγε 5 χρόνια πριν στις 23 Ιουνίου
ΜανώΛης Αναγνωστάκης(Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005)ιατρός-ακτινολόγος...
Ὅταν μίαν ἄνοιξη
Ὅταν μίαν ἄνοιξη χαμογελάσει
θὰ ντυθεῖς μία καινούργια φορεσιὰ
καὶ θὰ ῾ρθεῖς νὰ σφίξεις τὰ χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ἴσως κανεὶς δὲ σὲ προσμένει νὰ γυρίσεις
μὰ ἐγὼ νιώθω τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς σου
κι ἕνα ἄνθος φυτρωμένο στὴν ὥριμη, πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τὴ νύχτα, σφυρίζοντας,
ἢ ἕνα πλοῖο, μακρινὸ κι ἀπροσδόκητο
θὰ σὲ φέρει μαζὶ μὲ τὴ νιότη μας
καὶ τὰ ὄνειρά μας
Κι ἴσως τίποτα, ἀλήθεια, δὲν ξέχασες
μὰ ὁ γυρισμὸς πάντα ἀξίζει περσότερο
ἀπὸ κάθε μου ἀγάπη κι ἀγάπη σου
παλιέ μου φίλε
Κάθε πρωΐ
Κάθε πρωὶ
Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο
Κάθε πρωὶ
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;)
Ουρανός και δάσος
Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου
Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου
Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος
Ν'αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που σε κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα ένα
Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.
Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.
Δεν περνούν από δω ξυλοκόποι.
Θά ῾ρθει μιὰ μέρα
Θά ῾ρθει μιὰ μέρα ποὺ δὲ θά ῾χουμε πιὰ τί νὰ ποῦμε
Θὰ καθόμαστε ἀπέναντι καὶ θὰ κοιταζόμαστε στὰ μάτια
Ἡ σιωπή μου θὰ λέει: Πόσο εἶσαι ὄμορφη, μὰ δὲ
βρίσκω ἄλλο τρόπο νὰ στὸ πῶ
Θὰ ταξιδέψουμε κάπου, ἔτσι ἀπὸ ἀνία ἢ γιὰ νὰ
ποῦμε πὼς κι ἐμεῖς ταξιδέψαμε.
Ὁ κόσμος ψάχνει σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ νὰ βρεῖ τουλάχιστο
τὸν ἔρωτα, μὰ δὲν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνὰ πὼς ἡ ζωή μας εἶναι τόσο μικρὴ
ποὺ δὲν ἀξίζει κἂν νὰ τὴν ἀρχίσει κανείς.
Ἀπ᾿ τὴν Ἀθήνα θὰ πάω στὸ Μοντεβίδεο ἴσως καὶ
στὴ Σαγκάη, εἶναι κάτι κι αὐτὸ δὲ μπορεῖς
νὰ τὸ ἀμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ἀτέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ἕνα βράδυ
-ξεχνῶ πάνω σὲ τί- κι εἶναι κρῖμα γιατὶ ἦταν τόσο
μα τόσο ἐνδιαφέρον.
Μιὰ μέρα, ἂς ἤτανε, νὰ φύγω μακριά σου ἀλλὰ κι
ἐκεῖ θά ῾ρθεις καὶ θὰ μὲ ζητήσεις
Δὲ μπορεῖ, Θέ μου, νὰ φύγει κανεὶς μοναχός του.
Κι ἤθελε ἀκόμη...
Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει. Ὅμως ἐγὼ
Δὲν παραδέχτηκα τὴν ἧττα. Ἔβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφῆ ἔπρεπε νὰ σώσω
Πόσες φωλιὲς νεροῦ νὰ συντηρήσω μέσα στὶς φλόγες.
Μιλᾶτε, δείχνετε πληγὲς ἀλλόφρονες στοὺς δρόμους
Τὸν πανικὸ ποὺ στραγγαλίζει τὴν καρδιά σας σὰ σημαία
Καρφώσατε σ᾿ ἐξῶστες, μὲ σπουδὴ φορτώσατε τὸ ἐμπόρευμα
Ἡ πρόγνωσίς σας ἀσφαλής: Θὰ πέσει ἡ πόλις.
Ἐκεῖ, προσεχτικά, σὲ μιὰ γωνιά, μαζεύω μὲ τάξη,
Φράζω μὲ σύνεση τὸ τελευταῖο μου φυλάκιο
Κρεμῶ κομμένα χέρια στοὺς τοίχους, στολίζω
Μὲ τὰ κομμένα κρανία τὰ παράθυρα, πλέκω
Μὲ κομμένα μαλλιὰ τὸ δίχτυ μου καὶ περιμένω.
Ὄρθιος καὶ μόνος σὰν καὶ πρῶτα περιμένω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου