Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

"Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο"

 Μίκης Θεοδωράκης στο Μέγαρο Αθηνών το Σάββατο!
Και μάλιστα με τα τα επικά έργα, «Πνευματικό Εμβατήριο»του Άγγελου Σικελιανού, με σολίστ την Μαρία Φαραντούρη, τον Δημήτρη Καβράκο, «Canto General» ποίηση Pablo Neruda, με σολίστ την Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή και «Ένας Όμηρος» έργο για πιάνο και ορχήστρα σε πρώτη εκτέλεση!
Στο πιάνο  η πιανίστα Τατιάνα Παπαγεωργίου που μελετά το έργο του Μίκη Θεοδωράκη για περισσότερο από μία δεκαετία.

Με αφορμή τη συναυλία δημοσιεύω μια υπέροχη διήγηση που βρήκα στο πολύ καλό μπλογκ Λογομνήμων για το πως, πότε και πού γράφτηκε το "Πνευματικό εμβατήριο".
Από αυτά που αξίζει τον κόπο να μένουν


"Τα Χριστούγεννα του 1969 ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εκτοπισμένος από τη χούντα των συνταγματαρχών στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. Εκεί μελοποίησε το “Πνευματικό Εμβατήριο” του Άγγελου Σικελιανού σε συνθήκες που περιγράφει παρακάτω:

Ο Σικελιανός είναι ένας θεός που κατέβηκε από τον Παρνασσό και ήρθε να ζήσει ανάμεσά μας για να μας πει αυτά τα οποία δεν τ’ ακούσαμε τότε· ότι, αυτή είναι η ουσία σου, Έλληνα· μην κοιτάζεις την τραγική ζωή σου, την πείνα σου, την ασχήμια σου, που είναι αποτέλεσμα των στερήσεων που άλλοι σου έχουν επιβάλει· μέσα σου είσαι ωραίος, είσαι μεγάλος, είσαι κληρονόμος αυτής της ομορφιάς, κι εγώ την παίρνω και στη δίνω. Είχε αυτό το τεράστιο όραμα μέσα του. Δεν μπόρεσε φυσικά να το ολοκληρώσει… Εγώ, όταν ήμουν στη Ζάτουνα και διάβαζα στίχους του, νόμιζα ότι είχαν γραφτεί για εκείνη ακριβώς την εποχή. Και, θυμάμαι, όταν συνέθετα το “Πνευματικό Εμβατήριο”, είχαμε τέτοια επίγνωση του τι κάνουμε, που η γυναίκα μου μου έλεγε “τελείωσέ το γρήγορα να το στείλεις να το ακούσουν οι Έλληνες“.

Πνευματικό Εμβατήριο (μέρος 5) του Α. Σικελιανού – Μουσική Μ. Θεοδωράκης

Ήταν Χριστούγεννα και η γυναίκα μου μαζί με τα παιδιά έφυγαν για την Αθήνα κι έμεινα μόνος – απομονώθηκα γιατί έγραφα το “Πνευματικό Εμβατήριο”. Έξω είχε ενάμισι μέτρο χιόνι. Κάποιος καλός χωρικός εκεί, ο Λάμπρος Μπιτούνης, μου έφερνε με την άδεια της Χωροφυλακής σούπα και φαγητό. Οι φρουροί απ’ έξω κρύωναν και φώναζαν “Κύριε Μίκη, δεν θα βγείτε για βόλτα;”· λέω “γράφω μουσική”. Τελικά, σε μια άγρια καταιγίδα μπήκαν κι αυτοί μέσα -που ήταν απαγορευμένο μπας και τους χαλάσω. Είχα μια σόμπα, είχα τσικουδιά, καρύδια, λέω “παιδιά, φάτε, πιείτε, αλλά αφήστε με να τελειώσω”. Έγραφα λοιπόν το Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα… Το συνέθετα, έβαζα τις συγχορδίες, το τραγουδούσα στο πιάνο· αυτοί πίνανε τσικουδιά· κάποια στιγμή σηκωθήκανε κι άρχισαν να τραγουδούν κι αυτοί μαζί μου. Τέλειωσα, γιατί ήταν στο τέλος του αυτό. Σηκώνομαι, πίνω κι εγώ τσικουδιές, λέει “πάμε στο καφενείο”. Λέω “είναι ώρα απαγορευμένη”, “δε μας νοιάζει”, λένε, “πάμε. Τώρα εδώ εμείς έχουμε απογειωθεί!” Κι όπως ήμασταν έτσι κόκκινοι, γεμάτοι τσίπουρο, πάμε στο καφενείο. Ήταν γεμάτο χωροφύλακες -είχα 18 φρουρούς και δύο υπαξιωματικούς- και χωρικούς, γεμάτο καπνούς, μία σόμπα, πίνανε όλοι, ζέστη, δεν περίμεναν να με δουν. Μόλις μπαίνουμε μέσα, ένας χωροφύλακας -καλή του ώρα- άρχισε να λέει: “Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα“. Του λέω “τρελάθηκες;” λέει “πάμε σπίτι όλοι, να σας παίξει ο Μίκης το καινούργιο του τραγούδι”. Κι όπως είμαστε, ξαναπήγαμε σπίτι απάνω, κι έτσι έγινε η πρώτη συναυλία του έργου με ακροατήριο τους φρουρούς μου…
Αυτός ο στίχος έβλεπα ότι περνούσε μέσα από το πετσί τους, μέσα από τα σπλάχνα τους και τα αναστάτωνε και γούρλωναν τα μάτια… Εκεί πάνω φρουροί και φρουρούμενοι ήταν ένα πράγμα· ήμασταν Έλληνες όλοι. Η Ελλάδα· αυτός ο πόνος αυτής της κακορίζικης, της φτωχής πατρίδας, που όλοι την αγαπούν…"

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
(στην εκπομπή “Εστιν ουν” του Ηλία Μαλανδρή, στο κανάλι Seven X, το Δεκέμβριο του 1996)
από άρθρο του Βασίλη Αγγελικόπουλου στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
(ΕΦΤΑ ΗΜΕΡΕΣ – 6/7/1997)

1 σχόλιο:

  1. Ο Μίκης αν και είναι γέρος έχει όμως φλόγα και επαναστατική διάθεση και δεν ξέρω πόσοι από εμάς θα το αντέχαμε αυτό στα γεράματά μας!!
    Για μένα εξακολουθεί να είναι σύμβολο κι ας προσπαθούν όλοι τους να το αποκαθηλώσουν για να πάρουν προσκυνώντας τον, κάτι από τη λάμψη του!

    ΑπάντησηΔιαγραφή