Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Η "Καντάτα" του Τάσου Λειβαδίτη στο Κόκκινο πρωί


Το υπέροχο έργο του Τάσου Λειβαδίτη "Καντάτα" δημοσιεύουμε ολόκληρο σήμερα στο ποιητικό μας μπλογκ Κόκκινο πρωί      
εδώ!

(Μικρά αποσπάσματα πιο κάτω)

........
Ποιητής Μια ζωή, αλήθεια, μπορεί να τελειώσει στη μέση ,μια άλλη να μην αρχίσει ποτέ, ένας άνθρωπος μπορεί να πεθάνει ξαφνικά, χωρίς ποτέ να βρει τον εαυτό του πίσω από τόσα γεγονότα και τόσα όνειρα. Μια χειρονομία που κατέληξε να σκοτώσει μπορεί να ξεκίνησε να χαϊδέψει – παρεμβάλλονται τόσα πράγματα ανάμεσα σε δυο στιγμές. Τόσα αδιάφορα πρόσωπα γεμίζουν τους δρόμους – πόσα χρόνια πάνε χαμένα !

Στις παρόδους άρχισε η κίνηση. Οι μισάνοιχτες πόρτες με τη μικρή ταμπέλα καρφωμένη απ’ έξω – αυτοί οι δημόσιοι αποχετευτικοί αγωγοί της θλιβερής αρσενικής κυριαρχίας – τα « κορίτσια » φοράνε φτηνές, μπαμπακερές ρόμπες ή σορτς, ανάλογα με την εποχή. Και μερικές δεν έχουν παραπάνω απ’ τα χρόνια της κόρης σας, αξιότιμε κύριε, εχτές ακόμα βαφτίζανε τις κούκλες τους, με τα ίδια χέρια που ψαχουλεύουν τώρα τα γεννητικά όργανα των ανδρών, αδιάφορα, όπως ένας γιατρός. Λογιώ-λογιώ τύποι κάθονται γύρω στις καρέκλες ή περιμένουν όρθιοι, έφηβοι, ναύτες, μπακαλόγατοι, ύποπτοι κύριοι με μαύρα παλτά, και κάποιοι ξεθωριασμένοι απ’ το χρόνο ή από ένα πάθος που τους αφάνισε. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά από φτηνή κολώνια, καπνούς και σεξουαλική αφθονία .



Κάθε που ανοίγει η μεσαία πόρτα, στο βάθος της άλλης κάμαρας φαίνεται το κρεβάτι, σχεδόν απείραχτο – η δουλειά γίνεται σύντομα, όλα τελειώνουν γρήγορα στον αιώνα μας, κι ο έρωτας κι η δόξα , και μόνο ο πόνος κρατάει ακόμα εκείνη την παλιά πατριαρχική βραδύτητα.

.........

εκείνος ο «σοφός» Όταν, λοιπόν, σε κάθε αρχή, εσύ ακούς αόρατο το τέλος, ν’ αναβαίνει κιόλας τα σκαλοπάτια, όταν την ώρα που λένε, : « σ’ αγαπώ », βλέπεις να πέφτουν πάνω τους αθόρυβα τα δειλινά όλων των αποχωρισμών. Όταν μέσα σε κάθε πράξη, εσύ μαντεύεις, τυλιγμένο στο αιώνιο σάβανό του, εκείνο το άλλο, το καίριο, που δεν έγινε, κι ούτε θα γίνει ποτέ , και που πέθανε τη στιγμή ακριβώς που θέλησε να υπάρξει –
...........
β’ ημιχόριο Γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κορνιαχτού, φτωχές γυναίκες, κι ας μην ξέρουμε τίποτις από γητέματα και σολομωνικές και τέτοια, ακούμε καμμιά φορά παράξενα τριξίματα στη σκάλα σαν κάποιος ν’ ανεβαίνει αόρατος – ένα παράξενο ρίγος μας διαπερνάει τότε, απ’ την κορφή ως κάτου τα νεφρά, καθώς μαντεύουμε ξαφνικά εκείνο που οι άλλοι δε βλέπουν, κι ούτε θάθελαν να δουν ποτέ. Κάποιες, μάλιστα, λίγο υστερικές, μπήγουν μια κραυγή και λιγοθυμάνε. Και την άλλη μέρα μαθαίνουμε πως έγινε ένα μεγάλο φονικό στον παρακάτω δρόμο, ή πως άρχισε, ωχού, αλλοιμονό μου, ο πόλεμος – άχ, γυναίκες αλλοπαρμένες, θεόκουτες. Και πάντοτε γυρεύαμε το καλύτερο.

......
ο γέρος Και νάμαι τώρα εδώ, καθισμένος σε τούτο το κατώφλι, άντικρυ στην αιωνιότητα. Ο χρόνος μ’ έπλυνε κι απ’ τις αμαρτίες κι απ’ τις αρετές και κάθομαι ανήμπορος, νυστάζοντας ανάμεσα στις μύγες και το φόβο και τις αναμνήσεις. Ήρεμος κι απόμακρος, σα μια πράξη που έγινε και την ακολουθεί η σιωπή. Και τίποτα, κανείς, δε θα μπορούσε να την κάνει να μην είχε γίνει. Κι η γερασμένη, ναρκωμένη μου ψυχή μόλις μαντεύει αόριστα, εκείνο το τρομαχτικό που με περιμένει.
........
και πάλι αυτός με την Παλόμα Θυμάσαι, αλήθεια, πούδαμε ξαφνικά τις άδειες κάμαρες στη γειτονική αυλή με τους παιδικούς φίλους. « Φύγανε », είπαμε. Και κλάψαμε όλα τα δάκρυα της ζωής μας. Οι κάμαρες ήταν ψυχρές, οι τοίχοι γυμνοί, με τα τετράγωνα αποτυπώματα απ’ τα κάδρα σα μικρές εικόνες του μεγάλου κενού. « Φύγανε », ξανάπαμε. Και μέσα στη φωνή μας τρέμαν όλοι οι αιώνιοι χωρισμοί. Ενώ αυτοί οι ξένοι, αυτοί οι παρείσαχτοι με τις χοντρές φωνές και τις ρυτίδες, λέγαν κάτι βαρειές, άγνωστες λέξεις : υπομονή, αύριο, όλα περνάνε… Είχαν ξεχάσει πως δεν περνάει τίποτα, μόνο που λίγο αλλάζουν. Κι όλα αυτά που έγιναν, θα ξαναγίνουν πάλι, εν’ άλλο, το ίδιο έκθαμβο κι αναπότρεπτο, πρωινό. Ά, παιδικές φιλίες, σύντομοι τρυφεροί πρόλογοι των μεγάλων αυριανών ερώτων.
............

 ποιητής                              Γιατί, αλήθεια, φίλοι μου, πέστε μου, τι άλλο είναι, 

λοιπόν, η παντοδυναμία 

απ’ την απέραντη τούτη δίψα. Νάσαι τόσο πρόσκαιρος, και να κάνεις όνειρα 

τόσο αιώνια !


1 σχόλιο:

  1. Είναι το μυστήριο της ζωής. Το πρόσκαιρο, ένας τρόπος εμφάνισης του αιώνιου.
    Η συλλογική συνείδηση, που υπάρχει κι ας καταπιέζεται, μέσα στο φθαρτό άτομο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή