Πριν από 95 χρόνια οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να πείσουν τους εξαθλιωμένους εργάτες της Ρωσίας πως μπορούσαν.
Και εκείνοι πίστεψαν και μπόρεσαν.
Μπόρεσαν να μπουν μπροστά, γιατί αυτή ήταν η πραγματική τους μοίρα, η γραμμένη από το ίδιο το χέρι της ιστορίας.
Μπόρεσαν να αλλάξουν τα πάντα γιατί πίστεψαν πως το αδύνατο ήταν μόνο μια ανάσα μακριά. Όσο παίρνει να βγεις από την απελπισία των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού σου και να πας μια βόλτα στο σωματείο. Να πεις είμαι κι εγώ εδώ! Δε λέω μόνο "δεν πάει άλλο". Λέω "αυτός ο κόσμος είναι δικός μας και θα τον κερδίσουμε".
Όσο παίρνει να χτυπήσεις την πλάτη του διπλανού και να του πείς πως κι εσύ μέχρι χθες άκουγες τις περισπούδαστες αναλύσεις τους για το το πόσο ωραίος βάλτος είναι το εφικτό. Για το πόσο μεγάλο ή μικρό επιτρέπεται να είναι το κελί σου. Για το ποιά είναι τα όρια, που άλλοι βάζουν για σένα κι εσύ τα δέχεσαι χωρίς να ρωτήσεις γιατί, και το πόσο σεβαστή και σπουδαία είναι η λέξη "απαγορεύεται" για τη διατήρηση "της συνοχής της κοινωνίας ΜΑΣ"! Απαγορεύεται να ζεις...Για το πόσο "περιοριστικό" της ελευθερίας σου είναι να ακολουθείς κόκκινες σημαίες, οργανώσεις "συντεχνιακά συμφέροντα" και άλλα "ξεπερασμένα" και "παρωχημένα", αντί να κοιτάς στα μάτια σαν υπνωτισμένος τον καλοπληρωμένο "αναλυτή" της τηλεόρασης που "ξέρει".
"Το άδικο προχωράει σήμερα με βήμα όλο σιγουριά.
Οι καταπιεστές προετοιμάζονται για δεκάδες χιλιάδες χρόνια."
Πριν από 95 χρόνια οι εργάτες της Μόσχας, της Πετρούπολης και των άλλων εξεγερμένων πόλεων, οι φτωχοί αγρότες της απέραντης Ρωσίας, οι στρατιώτες που πολεμούσαν και σκοτωνόντουσαν άδικα στα μέτωπα "για τ' αφέντη το φαΐ" σκεπασμένοι μες τους πάγους με μια σημαία, ταϊσμένοι και ποτισμένοι με μπόλικη "πατρίδα" για να ξεχνιούνται, σκέφτηκαν κι αποφάσισαν ξαφνικά πως η λέξη πατρίδα ήταν μόνο δικιά τους και την άρπαξαν από τα στόματα των πλούσιων αστών και των τσιφλικάδων που τη βρώμιζαν τόσο χυδαία στα σαλόνια και τις Αυλές την ώρα που αυτοί χανόντουσαν στις μάχες.
"Η βία εξασφαλίζει: Οπως ακριβώς είναι, έτσι θα μείνει.
Καμιά φωνή δεν αντηχεί έξω από τη φωνή των κυριάρχων..."
Πριν από 95 χρονια ο λαός της Ρωσίας άκουσε τους μπολσεβίκους και σήκωσε το βλέμμα από το χώμα. Κοίταξε γύρω κι είπε: "η γη μου", και την ένοιωσε πιο δική του από ποτέ και την άρπαξε αμέσως από τους τσιφλικάδες,- ναί, τέτοια απρέπεια και ασέβεια προς τους νόμους !-, χωρίς να περιμένει άλλο τη "δικαιοσύνη" της Προσωρινής Κυβέρνησης να αποφανθεί και να κρίνει τον καταλληλότερο τρόπο 'ανακατανομής" .
Οι εργάτες κοίταξαν τα εργοστάσια κι είπαν :"το σπίτι μας, η συνέχεια του εαυτού μας" Κι οι μέχρι χτές υποτακτικοί και ζητιάνοι, έσφιξαν τις γροθιές τους και μπήκαν μέσα στα εργοτάξια σαν ιδιοκτήτες κι αφεντικά της ζωής τους όπως τους έλεγε ο Λένιν, όπως τους έλεγε η μέσα τους φωνή τόσο καιρό και δεν τολμούσαν να την ακούσουν, κι έψαχναν για πιο λογικές και "ήπιες" λύσεις.
"Μα κι απ' τους καταπιεσμένους λένε πολλοί τώρα:
Αυτό που θέλουμε, ποτέ δεν πρόκειται να γίνει."
Πριν από 95 χρόνια κάποιοι δείξανε το δρόμο. Μην ψάχνεις να βρεις ψεγάδια επειδή δειλιάζεις.
Μπες απλά στο "μπελά" να δεις τη δύναμή σου και πάρτο απόφαση να παλέψεις. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Μπορεί να μοιάζει δύσκολο και μακρινό μα δεν είναι.
Σκέψου πως όλες, ακόμη κι οι πιο τεράστιες αποστάσεις καλύπτονται βήμα βήμα. Όμως ποτέ δε φτάνεις αν δεν ξεκινήσεις. Ποτέ δεν πας εκεί που θέλεις αν δεν κατέβεις πρώτα στο λιμάνι, αν δεν αποφασίσεις πρώτα τον προορισμό, αν δεν πάρεις το σωστό καράβι.
Κάνε μια βόλτα σήμερα κιόλας στο σωματείο και κοίταξε τις φάτσες γύρω σου με άλλα μάτια. Μην ψάχνεις για τον "ειδικό", το λογά που μαγεύει τα πλήθη. Για τον αδερφό ψάξε. Αυτόν που θα σταθεί δίπλα σου στη μάχη.
Πριν από 95 χρόνια κάποιοι ασήμαντοι, αδύναμοι και τιποτένιοι έκαναν έφοδο στον ουρανό γιατί πίστεψαν!
"Οποιος ακόμα ζει, δε λέει: ποτέ! Κάπως έτσι δεν το έλεγε ο Μπρέχτ;
"Οποιος ακόμα ζει, δε λέει: Ποτέ!
Το σίγουρο δεν είναι σίγουρο.
Οπως ακριβώς είναι, έτσι δε μένει.
Οταν πουν ό,τι είχανε οι κυρίαρχοι να πούνε
Θα μιλήσουνε οι κυριαρχούμενοι
Ποιος φταίει, σαν η καταπίεση παραμένει; Εμείς.
Ποιος θα φταίει σαν η καταπίεση συντριβεί; Εμείς πάλι.
Οποιος γονατισμένος είναι, όρθιος να σηκωθεί!
Οποιος χαμένος είναι, να παλέψει!
Οποιος την κατάστασή του έχει αναγνωρίσει, πώς να εμποδιστεί;
Γιατί οι νικημένοι του σήμερα είναι οι νικητές του αύριο
Και το Ποτέ γίνεται: Σήμερα ακόμα!»
Υ.Γ: Σκέφτομαι καμιά φορά, πόσο "εφικτό" να ακουγόταν το 1917 τό "όλη εξουσία στα Σοβιέτ", δηλαδή στο λαό, πόσο "λογικό" ήταν το "ψωμί-ειρήνη-γη", δηλαδή να σταματήσει ο πόλεμος, να κατασχεθεί από τις τσιφλικάδες η γή και να δοθεί όλη στους φτωχούς αγρότες(!). Πόσο μακριά ή πόσο κοντά είναι το Ποτέ:
1 σχόλιο:
Απ' το βιβλίο τής συγγραφέως Καλής Γκέλμπεση.
"...Δ! τραγουδοποιήματα"
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ξυπνά τη γη βαθιά βροντή
Χαμπέρι στο σκοτάδι…
Κόκκινος ήλιος η εργατιά
Τη νύχτα σβάρνα παίρνει πια!!!
Σφυριά πολλά(!) βαρούν γερά
τη σιδερένια φτέρνα.
Μες στη φωτιά τη λιώνουνε!
Όνειρα γιγαντώνουνε!
Θα πάψει η απελπισιά!
Δε θα ξανάρθει χειμωνιά!
Άνοιξη έφερ’ ο Οκτώβρης!!!
Το καλοκαίρι σου θα τό ’βρεις!
Το καλοκαίρι το δικό σου!
Που ’ναι δικό μου και δικό του!
Που ’ναι της μάνας της φτωχής!
Της όμορφης της αδελφής!
Του συναδέλφου στο γραφείο!
Στο εργοστάσιο, στο πλοίο!
ΑΝΕΡΓΟΣ και ΑΦΡΑΓΚΟΣ
Δημοσίευση σχολίου