Κάποτε σ' ένα άγριο και όμορφο νησί, κάποιο χειμώνα που ο άνεμος φυσούσε απ' όλες τις γύρω θάλασσες, φέρνοντας άμμο από την Αφρική, αρώματα παράξενων λουλουδιών από την Ασία και γύρη ελιάς και λεμονιάς απ'όλα τα μέρη της Ελλάδας, γεννήθηκε ένας άνθρωπος που του άρεσε να φυτεύει.
Και όσο μεγάλωνε ανάμεσα σε πολέμους που ο θάνατος ξερίζωνε ό,τι ζωή υπήρχε, αυτός έμαθε να σκαλίζει το χώμα και να φυτεύει ό,τι πιο όμορφο και χρήσιμο έβρισκε πάνω στη γή.
Και φύτεψε χιλιάδες δέντρα, χιλιάδες λουλούδια, αρώματα και χρώματα σκορπίζοντας παντού, γεμίζοντας τον κόσμο γύρω του κήπους μπαξέδες κι ανθισμένα παρτέρια.
Κι όσο φύτευε ρίζες και βολβούς που ανθίζανε και φέρνανε την άνοιξη, τόσο μαραίνοταν εκείνος γιατί τα χρόνια μαραίνουν τους ανθρώπους έξω και πέρα από τη θέλησή τους και την ορμή της ζωής που κυλάει μέσα τους.
Κάποτε προσπάθησε να μετρήσει τη σπορά του μα δεν υπήρχε αριθμός!
Γιατί κάθε ζωή φέρνει χιλιάδες ζωές, χιλιάδες νέες ανάσες και χαμόγελα κι έτσι γέμισε το ποτήρι του ρακή και κοίταξε τους κήπους και κοίταξε τη θάλασσα και γέλασε ευτυχισμένος .
Και τα χρόνια κύλησαν και κύλησαν και κύλησαν πάνω στην άμμο και τους βράχους κι έφεραν όμορφες στιγμές, και μερες άδειες και πικρές ρυτίδες γράφοντας στο πρόσωπο του.
Κι εκείνος κουράστηκε, μαράθηκε χωρίς να θέλει, γιατί τα χρόνια μαραίνουν τους ανθρώπους.
Και κάποια μέρα που ήταν Κυριακή και Μάης κι εκατομμύρια μπουμπούκια άνθιζαν την ώρα που ανέβαινε ο ήλιος, πήρε με κόπο τις τελευταίες του ανάσες κι έσβησε.
Και τα λουλούδια όλα λυπήθηκαν κι έριξαν ένα δάκρυ πρωινό στο χώμα, ένα δάκρυ για εκείνον, και σκόρπισαν το άρωμά τους για εκείνον και για τις χιλιάδες ζωές που φύτεψε στο υγρό χώμα, και πότισε και φρόντισε κι αγάπησε.
Κι εκεί που γύριζε η λύπη τις σελίδες της, σε μια στιγμή που κανείς δεν είδε,
πήδηξε στη ράχη του χρόνου, γατζώθηκε στα χρόνια που κυλάνε και μαραίνουν τους ανθρώπους και κύλησε κι αυτός μαζί τους
στην αιωνιότητα.
Κυριακή 26 Μάη 8 το πρωί