Ο άνθρωπος που εφόρμησε πια στην απώτερη θλίψη
με δίχως έστω ένα τριαντάφυλλο
μ' εκείνα τα ακατέργαστα στην ώχρα μεινεσμένα μάτια
στο μισoσκέπαστο ερημόκκλησο σέρνοντας
τη μεγάλη ανάπηρη σιωπή στο καρoτσάκι της ομιλίας
ανέκαθεν ήξερε την άσωστη κατάσταση-: πως είμαστε
καθημαγμένοι ερασιτέχνες του Πραγματικού
μ' ένα μυστήριο που βεβηλώνει τη διάνοια διχάζοντας
πριν η δορά της θάλασσας σηκώσει το ανάστημα
του Άδη.
Πολύκρουη η θύελλά σπάζει τα ματογυάλια της
κι ο μέγας
τρόμος αδράχνει τα μελλούμενα
σχηματίζοντας αποστήματα στη μνήμη.
Κατάχαμα της ασίγαστης σιγής ένα κινούμενο
κειμήλιο-σκουλήκι.
Η ζωή που μικραίνει: η μεγάλη αλήθεια.
Στον οπού πιάνει το τσαπί γίνεται τσάπισμα
στον οπού πιάνει το νερό γίνεται πιόμα.
Ερχεται έαρ αειπάρθενο προφέροντας αρώματα
κρατεί με μια κατάμαυρη λεπτότατη κλωστή
στα ύπαιθρα της νύχτας
το σημείο του Γκιώνη που ειν' άγνωστο πέρα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου