Διαβάζοντας αυτό το ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου ήταν σαν να άκουγα μια από τις διηγήσεις του πατέρα μου από το 1946 στο Σταυρό της Β.Χαλκιδικής. Είχαν αρχίσει ήδη μάχες στα γύρω βουνά ανάμεσα σε αντάρτικες ομάδες και το στρατό, και το χωριό μας η Ολυμπιάδα είχε εκκενωθεί. Ζουσαν πιά στο Σταυρό φιλοξενούμενοι σε συγγενικά σπίτια εδώ κι εκεί μέχρι νεωτέρας.
Κάποιες φορές έβλεπαν στο δρόμο να περνάει να περναει και να σταματάει ένα κάρο της χωροφυλακής γεμάτο με εκείνα τα χαρτόκουτα. Άρχιζε κουβέντα, ψίθυροι, άνθρωποι έβαζαν το χέρι στο στόμα. Και τότε κάποιος χωροφύλακας έσπρωχνε κατά λάθος ένα χαρτοκούτι κι από μέσα κυλούσε ένα κεφάλι αντάρτη. Δε θυμάμαι πόσο μου είχε πεί ότι ήταν η επικήρυξη. Μπορεί 500 δρχ. το κεφάλι, μπορεί και όχι.
Δεν τους έκανε και τρομερή εντύπωση μου έλεγε. Έτσι κι αλλιώς ο Στρυμώνας κάθε μέρα ξέβραζε πτώματα επί χρόνια. Ο θάνατος ήταν το πιο συνηθισμένο θέαμα για εκείνη τη γενιά.
Το σακί
Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
Το σακί
Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
1 σχόλιο:
ΚΙ ΕΓΩ ΑΚΟΥΓΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΝΤΙΝΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΕΚΕΙ ΣΤΑ ΚΕΡΔΥΛΙΑ...
Δημοσίευση σχολίου