Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

Η Επανάσταση του 1821: Μια μαρξιστική προσέγγιση - Οι εμφύλιες συγκρούσεις



του Θανάση Παπαρήγα

Όπως είναι γνωστό, ο επαναστατικός πόλεμος του 1821 συνοδεύθηκε σε πολλές φάσεις του από εκτεταμένους και συχνά αιματηρούς εμφυλίους πολέμους. Οι πόλεμοι αυτοί αντανακλούσαν τις αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ακόμη υπό διαμόρφωση νεοελληνικής κοινωνίας σε μια συγκεκριμένη της φάση αλλά και σε μια συγκεκριμένη της ιστορική στιγμή: Τη στιγμή της πορείας προς τη δημιουργία του εθνικού κράτους. Οπωσδήποτε βέβαια, οι αιτίες αυτές δεν ανάγονται στην «κατάρα της φυλής», όπως ισχυρίζεται η αστική ιστοριογραφία. Εμφύλιοι πόλεμοι εξάλλου εμφανίζονται σε όλες τις επαναστάσεις, διασπώντας το μπλοκ των επαναστατικών δυνάμεων.

Οι πόλεμοι αυτοί περιείχαν και ήταν φυσικό να περιέχουν τη σφραγίδα των γενικών συνθηκών της εποχής. Οι συνθήκες αυτές συγκεκριμένα ήταν:

1. Η διάλυση του φεουδαρχικού κράτους και η γενική (όσο και ασυγκράτητη) τάση προς την επικράτηση της αστικής κοινωνίας. Βέβαια, εδώ απαιτείται και μια «διευκρίνιση μέσα στη διευκρίνιση»: Στην ελληνική περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τη διάλυση του ανατολικού – με την έννοια του συγκεντρωτικού φεουδαρχικού κράτους και η πορεία προς την επικράτηση της αστικής κοινωνίας γίνεται με ειδικό, τοπικό, «βαλκανικό» τρόπο. Ο τελευταίος έχει σαν πυρήνα του την προσπάθεια δημιουργίας χωριστού εθνικού κράτους σαν νέας μορφής αστικής κοινωνικής οργάνωσης της περιοχής.

2. Υπαρξη ισχυρών αναχρονιστικών υπολειμμάτων «ανατολικού» τύπου, σε μια ανήσυχη και αντιφατική συνύπαρξη και σύμπλευση με στοιχεία υπερσύγχρονα για την εποχή και όχι πάντα λιγότερο ισχυρά. Ενα παράδειγμα που έχει περάσει μάλλον απαρατήρητο: Σε μια απομακρυσμένη και ακριανή περιοχή, ως πριν μερικούς μήνες απλή επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζεται το πιο εμπεριστατωμένο πολιτικό καθεστώς της τότε Ευρώπης.

3. Απαρχές της υποδεέστερης, εξαρτημένης θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο σύστημα των σχέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών.

Οι γενικές αυτές συνθήκες εμφανίζονταν συγκεκριμένα με όρους που βάρυναν πολύ στους εμφυλίους πολέμους. Τους όρους αυτούς μπορούμε να τους συνοψίσουμε (με μεγάλο, ασφαλώς, ποσοστό ανοχής) στα εξής σύνολα:

1. Χαμηλός βαθμός εθνικής ολοκλήρωσης. Το γεγονός ότι ο παράγων αυτός έπαιξε πολύ σοβαρό ρόλο στους εμφυλίους πολέμους φαίνεται πολύ καθαρά και μόνο από τις συγκρούσεις του τύπου «Ρουμελιώτες εναντίον Μωραϊτών». Εδώ, ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι δεν πρόκειται για φαινόμενο επιφανειακό και ούτε καν μόνο ελληνικό. Αντίθετα, αποτελεί συστατικό στοιχείο του αστικού μετασχηματισμού,
όπως βλέπουμε σε πολλές περιπτώσεις. Στις σημερινές ΗΠΑ, έχουμε σοβαρές αντιθέσεις μεταξύ των μικρών αποικιών (και σε συνέχεια πολιτειών) της ΒΑ περιοχής και εκείνων του Νότου, που με τον καιρό θα πάρουν και νέα συστατικά και μεγάλες διαστάσεις. Στη Γαλλία έχουμε την άγρια αντιπαράθεση μεταξύ του Ιακωβινικού Βορρά και του Γιρονδινικού Νότου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για φυσιολογική κατάσταση, που δείχνει ότι η αστική κοινωνία βρίσκεται ακόμη στη φάση της πρώτης διαμόρφωσής της.

2. Αντιφατική κατάσταση και διάρθρωση των κυριάρχων δυνάμεων. Η Επανάσταση του 21 γίνεται σε γενικές ιστορικές συνθήκες όπου η μόνη βιώσιμη επαναστατική και προοδευτική δύναμη είναι η αστική τάξη. Σε αυτήν ανήκουν τόσο η ηγεσία της Επανάστασης όσο και ο χαρακτήρας της σφραγίδας που μπαίνει στα προβλήματά της. Ωστόσο, ο όρος «αστική τάξη» καλύπτει μια πραγματικότητα ιδιαίτερα πολύπλοκη και γεμάτη ασυνέχειες ή και αντιθέσεις. Σε αυτήν ανήκουν οι πανίσχυροι και, για την εποχή και την περιοχή, γιγαντιαίοι εφοπλιστικοί όμιλοι, οι αστοί – γαιοκτήμονες, που βαθμιαία δημιουργούνται και, ταυτόχρονα, διαλύονται στις συνθήκες της αποσύνθεσης της αναχρονιστικής Οθωμανικής γαιοκτησίας, τα στοιχεία της πολιτικής και διοικητικής αριστοκρατίας που έχουν κατακτήσει θέσεις σε αυτό που έχει ονομαστεί «δοσιματική διοίκησις», ένας ολόκληρος και ιδιαίτερα πολυάριθμος κόσμος από βιοτέχνες επιχειρηματίες και μικρούς και μεσαίους εμπορευομένους, ο οποίος, στις παραμονές της 25ης Μάρτη, «βαδίζει από καταστροφή σε καταστροφή», μέσα στην καταλυτική οικονομική κρίση που έχει δημιουργήσει η λήξη των Ναπολεοντείων Πολέμων. Οι δυνάμεις αυτές κάθε άλλο παρά ταυτίζονται πλήρως μεταξύ τους. Δε βρίσκονται όλες στον ίδιο βαθμό αστικοποίησης. Από την άποψη αυτή, οι πιο προωθημένοι είναι οι πάσης φύσεως πλοιοκτήτες και οι πάσης φύσεως έμποροι, αν και αυτοί επίσης χωρίζονται μεταξύ τους από σοβαρές αντιθέσεις. Αντίθετα, στους αστούς – γαιοκτήμονες και, ακόμη περισσότερο, στο στοιχείο της διοικητικής αριστοκρατίας, το βάρος των αναχρονιστικών στοιχείων είναι πολύ ισχυρότερο. Τα διάφορα αυτά τμήματα διαφέρουν από την άποψη της οικονομικής επιφάνειας (π.χ. οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου, ήδη από πρώτα ιδιαίτερα πλούσιοι, έχουν πλουτίσει παραπέρα από την οικειοποίηση των περιουσιών των τοπικών πασάδων, που επίσης ήταν ιδιαίτερα πλούσιοι, ενώ οι πρόκριτοι της Ρούμελης στηρίζονται ιδιαίτερα σε πολιτικές λειτουργίες). Διαφέρουν ακόμη και από την έλλειψη μιας πληρέστερα διαμορφωμένης εθνικής αγοράς, που δείχνει τις δυσκολίες επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων περιοχών. Τα πιο προωθημένα στοιχεία έχουν δεσμούς πιο πολύ με το εξωτερικό παρά με την ίδια την χώρα. Οι διαφορές αυτές δεν είναι ακαδημαϊκές αλλά έχουν σοβαρότατες συνέπειες και επιπτώσεις. Ανάμεσα στους εφοπλιστές, τους ιδιόμορφους γαιοκτήμονες και τους εκπροσώπους της διοικητικής αριστοκρατίας είναι φανερό ότι υπάρχει πολύ έντονη «ιστορική όσμωση»: Ολοι τους έχουν από καιρό στραφεί προς την αστική εξέλιξη μέσω της εμπορικής δραστηριότητας. Αυτό εξηγεί και την έντονη τάση προσέγγισης και συμπαράταξης που τους διακρίνει και που θα φανεί καθαρά στην Επανάσταση. Μεταξύ τους, όμως, υπάρχουν και διαφορές. Οι πλούσιοι εφοπλιστές βλέπουν τη γη σαν χώρο επένδυσης των κεφαλαίων τους και εξόδου από την οικονομική κρίση, αφού ο βιομηχανικός τομέας τους είναι κλειστός (ή, σωστότερα, κλεισμένος). Τα υπόλοιπα στοιχεία των κυριάρχων τάξεων, όμως, βλέπουν τη γη σαν δική τους και δεν έχουν διάθεση να την παραχωρήσουν σε άλλους. Αυτό κάνει το συνασπισμό των μεγαλοεφοπλιστών και των μεγαλοπροκρίτων ασταθή και γεμάτο αντιθέσεις, πράγμα που οδηγεί σε νέο κύκλο αντιπαραθέσεων. Πέρα από αυτά τα προβλήματα, υπάρχουν και τα προβλήματα της γενικότερης ιστορικής διαμόρφωσης των κυριάρχων τάξεων: Μέσα στα πλαίσια μιας ακόμη χαμηλής εθνικής ολοκλήρωσης, της επίδρασης των παραδόσεων της Οθωμανικής διοίκησης κλπ. οι ενέργειες και οι βλέψεις μερικών τμημάτων των κυριάρχων τάξεων όχι μόνο στρέφονται ευθέως ενάντια στα συμφέροντα των υπολοίπων αλλά, καμιά φορά, θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την Επανάσταση.

Ολα αυτά δείχνουν συνολικά και τον αντιφατικό χαρακτήρα της κατάστασης των πραγμάτων. Η αστική τάξη της Ελλάδας (ή αυτού που θα γίνει σε συνέχεια Ελλάδα) είναι, αν συγκριθεί με άλλα ομόλογα παραδείγματα της εποχής, αναντίρρητα και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας πανίσχυρη. Ωστόσο, αν συγκριθεί με τις αστικές τάξεις της Δυτικής Ευρώπης, δίνει την εντελώς αντίθετη εικόνα. Η οικονομική της δύναμη είναι, στη συγκριτική αυτή βάση, ασήμαντη. Η οικονομική της βάση είναι ακόμη χειρότερη καθώς το βιομηχανικό ή «δυνάμει βιομηχανικό» της τμήμα έχει ήδη καταστραφεί πριν την Επανάσταση, πράγμα που είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο την παραμονή της χώρας εκτός της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης αλλά και την υποτακτική της εξάρτηση από τις διαδικασίες της. Η ίδια η διαμόρφωση της αστικής τάξης είναι έντονα ανομοιογενής και, δίπλα σε στοιχεία πολύ προωθημένα για την εποχή, παρουσιάζονται και στοιχεία εντελώς ανολοκλήρωτα ή ακόμη και εμβρυώδη. Οι δυσμενείς αυτοί παράγοντες επιδεινώνονται από το συγκεκριμένο «βάρος της Ιστορίας». Σε διάκριση, π.χ., με την αστική τάξη της Αγγλίας ή της Γαλλίας, η αστική τάξη της Ελλάδας δε διαθέτει ένα έτοιμο κρατικό μηχανισμό από το παρελθόν και ούτε καν παράδοση συγκεντρωτικής διοίκησης. Μερικές αναλύσεις διακρίνουν στις γραμμές της (ή, σωστότερα, στις γραμμές των εντελώς ανωτέρων στρωμάτων της) μια έντονη προεπανασταστική τάση αποδοχής μιας «πεφωτισμένης δεσποτείας», έστω και Οθωμανικής. Ωστόσο, η Ιστορία χάραξε άλλο δρόμο, δρόμο στον οποίο το Οθωμανικό κράτος αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλο για τις ανάγκες της και γι’ αυτό καταστράφηκε τελείως. Αλλωστε, και αυτό το κράτος μόνο κατά μια συνθήκην ήταν συγκεντρωτικό. Η μεγάλη κρίση της Αυτοκρατορίας, που είχε ήδη αρχίσει και βαθύνει, έχει δυναμώσει τις τάσεις αλλά και τα συγκεκριμένα φαινόμενα φεουδαρχικού κατακερματισμού, εντείνοντας τις φιλοδοξίες αλλά και τις συγκεκριμένες ενέργειες των ισχυρών τοπαρχών. Η παράδοση αυτή, που συνδυάζεται και με ισχυρά συμφέροντα, αναταράσσει όχι μόνο τις γραμμές αλλά και τα ιδεολογικά ή ακόμη και τα ψυχολογικά στηρίγματα των καινούργιων δυνάμεων, εμποδίζοντας και, πάντως, δυσκολεύοντας την παραπέρα πορεία τους.

3. Ο ρόλος της «πολεμικής αριστοκρατίας». Ενα από τα χαρακτηριστικά της Επανάστασης ήταν η ύπαρξη σχετικά ισχυρών και ετοιμοπολέμων παραδοσιακών ή ατάκτων (δε θεωρούμε ταυτόσημες τις δυο έννοιες) στρατιωτικών δυνάμεων που προέρχονταν από λειτουργίες του προηγουμένου καθεστώτος. Οι δυνάμεις αυτές προέρχονταν από τη σύγκλιση δυο παραγόντων: Ο ένας ήταν αυτό που σήμερα θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «σύστημα αυτοάμυνας», που δημιουργείται βαθμιαία στους κόλπους της αγροτιάς κυρίως και έμεινε στην Ιστορία με το όνομα «κλέφτες». Ενας άλλος ήταν ο στρατιωτικός μηχανισμός που δημιούργησαν βαθμιαία στα χρόνια της Αυτοκρατορίας η Υψηλή Πύλη και οι τοπικοί πασάδες για τη διεκπεραίωση των διοικητικών καθηκόντων. Οσο δεν υπάρχουν ακόμη οι προϋποθέσεις για το επαναστατικό άλμα, οι δυο αυτοί μηχανισμοί αλληλοαντιπαρατίθενται αλλά, ταυτόχρονα, αλληλοταυτίζονται (ή, σωστότερα, αλληλοδιαπερνώνται), καθώς τμήματά τους μόνιμα περνούν εναλλακτικά από τη μια κατάσταση στην άλλη. Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, η πολεμική αυτή μηχανή καλείται να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο. Επί κεφαλής σημαντικών δυνάμεων, καλοί γνώστες του πεδίου των επιχειρήσεων, κάτοχοι αξιολόγων (και, καμμιά φορά, μεγάλων) στρατιωτικών ταλάντων, τα μέλη της «πολεμικής αριστοκρατίας» αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των στρατιωτικών καθηκόντων της Επανάστασης και, κυρίως, του πιο σημαντικού: Της νικηφόρας έκβασης του πολέμου. Οι δυνάμεις που κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν (συντελούντων και των πολεμικών λαφύρων, στρατιωτικών αποθεμάτων και άλλων υλικών που περιήλθαν σε ελληνικά χέρια) δεν ήταν μικρές και, ως το 1825, η στρατιωτική κατάσταση φαίνεται ευνοϊκή.

Ωστόσο, όλα αυτά δε γίνονται χωρίς να μπαίνει επί τάπητος το θέμα της κοινωνικής θέσης αυτής της «πολεμικής αριστοκρατίας». Η σημερινή θέση της χαρακτηρίζεται από την απουσία οικονομικής βάσης και από την απώλεια όσων διοικητικών θέσεων κατείχε με την εξάλειψη της οθωμανικής διοίκησης. Η επαναστατική ανατροπή που προκαλεί η έκρηξη ήδη της Επανάστασης στη διάρθρωση και τη θέση της πολεμικής αυτής αριστοκρατίας δεν πρέπει να υποτιμάται. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο «κλέφτης» βγαίνει εκτός των θεσμικών ορίων της κατεστημένης κοινωνίας, γίνεται περιθωριακός. Στις συνθήκες της Επανάστασης, ο «κλέφτης» δεν είναι καθόλου περιθωριακός.

Γίνεται «στρατιωτικός», στοιχείο και αυτό της κοινωνίας που πρέπει (και που απαιτεί) να λαμβάνεται υπ’ όψη όπως και όλα τα άλλα, ανατροπή καθόλου μικρή στα πλαίσια των σχέσεων της εποχής. Χωρίς να κινούνται, κατ’ ανάγκην, από ένα ψυχρό και κυνικό υπολογισμό, δεν είναι παράξενο ότι οι εκπρόσωποι της πολεμικής αριστοκρατίας ζητούσαν να αμειφθούν και να αναδειχθούν για τους κάθε άλλο παρά μικρούς κινδύνους τους οποίους διέτρεχαν και για τις υπηρεσίες που προσέφεραν και που συχνά ήταν αναντικατάστατες. Στις γενικές ιστορικές συνθήκες της εποχής που εξετάζουμε, μόνος ιστορικά ανοιχτός δρόμος για την ανάδειξή τους ήταν η αστικοποίηση, δηλαδή, η ένταξή τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στις γραμμές των ανερχομένων τμημάτων των κυριάρχων τάξεων. Και αυτή ακριβώς η τάση εμφανίζεται αλλά όχι χωρίς να προκαλέσει, όπως ήταν και αναπόφευκτο, οξύ ανταγωνισμό με τους ήδη κατεστημένους στις προνομιακές θέσεις, τροφοδοτώντας τις εμφύλιες συρράξεις. Ετσι, η αντίθεση «πολιτικών – στρατιωτικών» θα είναι μια από τις κύριες αιτίες (και, πάντως, κύριες μορφές) των εμφυλίων πολέμων.

Στους πολέμους αυτούς, η «πολεμική αριστοκρατία» παίρνει μέρος με το δικό της «πολεμικοαριστοκρατικό» τρόπο. Ο τρόπος αυτός αποκαλύπτει και τη βαθύτερη ιστορική ταυτότητα του στρώματος αυτού. Συγκεκριμένα, αποκαλύπτει:

Την ανικανότητά του να διαχωριστεί από τους αντιπάλους του, παρά τη μόνιμη αντιπαράθεση με αυτούς.Εξ ου και το κύμα των συνοικεσίων ή των απόπειρών τους. Αυτό δε γίνεται χωρίς και πολιτικούς υπολογισμούς (ανάγκη διατήρησης του επαναστατικού μετώπου) αλλά η κύρια αιτία του βρίσκεται σε γενικούς ιστορικούς λόγους που είναι φυσικό οι πρωταγωνιστές της Παλιγγενεσίας να μη μπορούν να αντιληφθούν και να αναλύσουν.

-Την ανικανότητά του να γίνει από μόνο του κυρίαρχη δύναμη και να διαχειριστεί τις υποθέσεις της νέας κοινωνίας που γεννιέται. Το στρώμα αυτό θα δείξει καθαρά την ανικανότητά του αυτή (που είναι επίσης παράγων υποδαύλισης των εμφυλίων πολέμων) σε κάθε ευκαιρία. «Πρώτη ύλη» των εκάστοτε κυβερνήσεων θα είναι πότε οι εμποροναυτικοί των νησιών πότε οι εκπρόσωποι της διοικητικής αριστοκρατίας, κυρίως της Πελοποννήσου, ποτέ οι στρατιωτικοί. Το βάρος και η επιρροή του στρώματος αυτού συντελούν στη μη δημιουργία τακτικών δυνάμεων: ένα τέτιο βήμα θα δημιουργούσε μια εντελώς νέα κατάσταση στρατιωτικού καταμερισμού και θα ανέτρεπε άρδην την ίδια την υπόστασή του. Φορείς έντονα μισομεσαιωνικών αντιλήψεων, βλέπουν, ιδιαίτερα στα ανώτερα στρώματά τους, ευνοϊκά τις απόψεις του κρατικού κατακερματισμού προς όφελός τους. Σε πολλές περιπτώσεις, δε φαίνεται να έχουν ακριβή επίγνωση της ουσίας της ιστορικής επιχείρησης στην οποία συμμετέχουν.

-Την πιο κοντινή του θέση στη μάζα των εργαζομένων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην αγροτιά. Τα μέλη του στρώματος αυτού προέρχονται, από άποψη καταγωγής, από τον αγροτικό πληθυσμό. Τραχείς και μισοάγριοι πολεμιστές, κατά κανόνα εντελώς αναλφάβητοι, δε διαφέρουν σε τίποτε από το μέσο τύπο του αγρότη της εποχής. Η ομοιότητα δεν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά. Πηγαίνει βαθύτερα, στην πολιτική και ιδεολογική διαμόρφωση. Στο στρώμα αυτό, βρίσκουν, μεταξύ άλλων, έκφραση οι προλήψεις και οι ιστορικές ανεπάρκειες αλλά και το ριζοσπαστικό επαναστατικό πνεύμα της αγροτικής μάζας. Δεν προσφέρεται, βέβαια, σε αμφισβήτηση το ότι ένας Μαυροκορδάτος γνώριζε τα διαχειριστικά, πολιτικά, στρατηγικά και διπλωματικά προβλήματα της Επανάστασης πολύ νωρίτερα και πολύ καλύτερα από έναν Κολοκοτρώνη. Δεν είναι, όμως, λιγότερο γεγονός ότι ο Κολοκοτρώνης κινητοποίησε τις μάζες για την απόκρουση του Δράμαλη και ότι αυτός εξέδωσε την περίφημη διακήρυξη του πολέμου με όλα τα μέσα για τη σωτηρία της Επανάστασης, πράγμα που ο Μαυροκορδάτος δε θα έκανε ποτέ.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι, στην πραγματικότητα, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Για να παίξει το ρόλο της, η πολεμική αριστοκρατία έπρεπε ακριβώς να μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ιστορικά στενή πλευρά της αστικής τάξης σαν επαναστατικής δύναμης χωρίς να μπορεί να αποχωρισθεί από αυτή, να συνδέεται με την αγροτιά και να μην καταλαβαίνει σε βάθος τα προβλήματα της επανάστασης. Στην πράξη, όλα δείχνουν ότι το στρώμα αυτό έπαιξε, με όλες του τις ιδιομορφίες, το ρόλο του «πληβειακού αστικού στοιχείου», του στοιχείου εκείνου που σπρώχνει την αστικοδημοκρατική επανάσταση ως την τελική της νίκη χωρίς να κατανοεί σε βάθος την ουσία της, χωρίς να μπορεί να διαχειριστεί μακροπρόθεσμα τα προβλήματά της και χωρίς να μπορεί να καρπωθεί άμεσα τους καρπούς της.

Οπως και αν έχει το πράγμα, η Επανάσταση, στην πορεία της, προκάλεσε σημαντικές ανακατατάξεις στις γραμμές του στρώματος αυτού. Εντείνεται ακόμη περισσότερο και, ως ένα βαθμό, εξ αρχής δημιουργείται η διαφοροποίηση σε ανώτερο και κατώτερο στρώμα, πράγμα που στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην εισροή μεγάλων χρηματικών μέσων (π.χ., δάνεια), αλλά και υποδαυλίζει παραπέρα εμφυλίους πολέμους, καθώς οι πολιτικές κορυφές χρησιμοποιούν το δεύτερο ενάντια στο πρώτο. Επιφανής εκπρόσωπος της πολεμικής αριστοκρατίας και πρωταγωνιστική φυσιογνωμία της Επανάστασης ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης. Ανθρωπος μεγάλων ικανοτήτων και όχι μόνο στρατιωτικών, ο κατά καιρούς τρομερός Γέρος του Μοριά φαίνεται να ήταν από τα πιο προωθημένα μυαλά αυτής της κατηγορίας. Η εξέλιξη της Επανάστασης θα αναδείξει και άλλες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, στρατιωτικό μυαλό όχι κατώτερο, αλλά περιορισμένων πολιτικών οριζόντων, ο Μάρκος Μπότσαρης, που επιμένει ακλόνητα στην ανάγκη δημιουργίας τακτικού στρατού, και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, που γίνεται ο εκφραστής των ακραίων αντιλήψεων του μεσαιωνικού κρατικού κατακερματισμού.

4. Ο ρόλος των ξένων δυνάμεων. Το κεφάλαιο αυτό πιστεύουμε ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία.

Η έκρηξη της Επανάστασης δημιουργεί σοβαρότατα διεθνή προβλήματα. Η ίδια η Επανάσταση θέτει επί τάπητος άνευ περιστροφών το θέμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακρογωνιαίο λίθο της βρετανικής πολιτικής, ενώ, από την άλλη, προκαλεί το ενδιαφέρον της Ρωσίας, που έχει τον ακριβώς αντίθετο ακρογωνιαίο λίθο. Εκτός από αυτό, η Επανάσταση δημιουργεί και άλλου είδους προβλήματα. Η Επανάσταση ξεσπά στην πιο ακατάλληλη στιγμή: Ακριβώς όταν, στην Ευρώπη, φαίνεται να έχει στερεωθεί η ιδιόμορφη αντεπαναστατική στροφή που έχει φέρει το τέλος των Ναπολεοντείων Πολέμων. Με άλλα λόγια, η Επανάσταση, εκτός από την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απειλεί και το Ευρωπαϊκό STATUS QUO.

Είναι δυνατό να δεχθούμε ότι οι ξένες δυνάμεις έμειναν αδιάφορες; Αυτό, προφανώς, ήταν το μόνο που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί. Αντίθετα, οι ξένες δυνάμεις αντέδρασαν αμέσως. Εκείνες με τις οποίες συνδέεται κυρίως το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο, η Αγγλία και η Γαλλία, πολύ εχθρικά. Η Ρωσία κρατά εφεκτική στάση αλλά με πολλούς κινδύνους.

Είναι, βέβαια, γεγονός ότι οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν τις αιτίες τους σε παράγοντες που είχαν βαθιές ρίζες μέσα στην ελληνική κοινωνία. Πέρα όμως από αυτό, οι ίδιες οι βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την προοπτική συγκρότησης ελληνικού κράτους, έπαιξαν το ρόλο τους.

Για να καταλάβουμε τη βαθύτερη ουσία του πράγματος, πρέπει να δούμε ποια ήταν η πραγματική πολιτική των ξένων δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση.

Η Ρωσία τη βλέπει σαν ένα παράγοντα διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ευνοεί. Παράλληλα, είναι επιφυλακτική απέναντί της για δυο λόγους: Ο ένας είναι ότι δε θέλει να προκαλέσει τις άλλες δυνάμεις και, ιδιαίτερα, την Αγγλία. Ο άλλος είναι ότι, ακριβώς επειδή πρόκειται για επανάσταση, τη νοιώθει σαν κίνδυνο για το καθεστώς του τσαρισμού που ωθείται όλο και περισσότερο να γίνει ο φύλακας της ευρωπαϊκής αντεπανάστασης.

Η Γαλλία αντιδρά εχθρικά αλλά η πολιτική της δείχνει έντονα στοιχεία ετεροκαθορισμού από την πολιτική των άλλων δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας.

Η Αγγλία βλέπει την Επανάσταση αρχικά εχθρικά σαν υπονομευτή της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που, για την Αγγλία, αποτελεί προμαχώνα ενάντια στη Ρωσία. Ωστόσο, η εχθρότητα της Αγγλίας αποδεικνύεται πολύ σύντομα πολύ ασταθής και ασυνεπής και ήταν αναγκαστικά έτσι. Η Αγγλία, η οποία, ταυτόχρονα, παίζει ενεργό ρόλο στην ανεξαρτησία της Νότιας Αμερικής, αναγκαστικά κατανοεί τη σημασία της Ελληνικής ανεξαρτησίας για τον ίδιο λόγο: Γιατί δημιουργεί νέες αγορές για τη βρετανική βιομηχανία. Από την άλλη, η βρετανική πολιτική ηγεσία γρήγορα καταλαβαίνει ότι η Ελληνική Ανεξαρτησία είναι, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτη και θα γίνει οπωσδήποτε. Θα γίνει ακόμη και αν, με κάποιο τρόπο, νικήσει στρατιωτικά ο Σουλτάνος – τι αξία έχει μια στρατιωτική νίκη σε μια χώρα έτσι και αλλιώς ακυβέρνητη; Ετσι, από το 1822 κιόλας, η στάση του Λονδίνου αρχίζει να αλλάζει και ιδιαίτερα όταν στην εξουσία έρχεται ο Κάννινγκ, γνωστός και από το ρόλο του στη Νότια Αμερική. Αλλάζει, όμως, με την εξής έννοια: Αφού η κατάληξη είναι αναπόφευκτη και μπορεί να είναι και ωφέλιμη, δεν υπάρχει λόγος η Αγγλία να αντιτίθεται. Πρέπει, όμως, να γίνει με τρόπο όσο το δυνατόν πιο επωφελή. Συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει σαν ενέργεια παραχώρησης της Αγγλίας και όχι σαν κατάκτηση των Ελλήνων. Ετσι το νέο κράτος θα είναι εξαρτημένο ακόμη περισσότερο από την ούτως ή άλλως κοσμοκράτειρα Αγγλία. Πράγμα που, πέραν των πολλών άλλων, θα σημαίνει και εξασφάλιση των Επτανήσων, που ανήκουν όχι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά στην Αγγλία και που η τελευταία δεν έχει καμία διάθεση να εγκαταλείψει.

Σύντομη παρουσίαση των γεγονότων

Οι εμφύλιοι πόλεμοι ξεσπούν με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της Επανάστασης, ένδειξη των αντιθέσεων που ξεσπούν με την εκπλήρωση των πρώτων επαναστατικών καθηκόντων.

Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, όπως ονομάστηκε, σχετίζεται με την εμφάνιση σοβαρών αντιθέσεων ανάμεσα στους προκρίτους και τους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου. Πρωταγωνιστές θα είναι οι Ζα? μηδες, οι Λόντοι και οι Δεληγιανναίοι, από τη μια μεριά, και ο Κολοκοτρώνης, από την άλλη. Η βάση των αντιπαραθέσεων του πολέμου αυτού θα είναι η εξής: Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν με πολύ άσχημο μάτι την ανάδειξη των στρατιωτικών στελεχών, που επέρχεται μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων και των πρώτων στρατιωτικών επιτυχιών και θέλουν να αποκλείσουν τους στρατιωτικούς από κάθε λόγο στις εξελίξεις. Δεν πρόκειται, φυσικά, απλώς και μόνο για προσωπικές φιλοδοξίες, όσο ρόλο και αν αυτές μπορεί να έπαιξαν. Οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν ότι τα προνόμια που, από πολλές γενεές διαθέτουν και που θεωρούν δεδομένα και αιώνια, απειλούνται από ανερχόμενες δυνάμεις, των οποίων την ανάδειξη δεν είχαν υπολογίσει, αλλά και που, ακόμη και αν είχαν υπολογίσει, δεν μπορούν να ανεχθούν. Οι προθέσεις των Πελοποννησίων προκρίτων έχουν φανεί πολύ καθαρά στη συνάντηση, που έγινε χωρίς καμία εξουσιοδότηση, 29 προκρίτων στο μοναστήρι των Καλτετζών στις 26 Μάη 1821, όπου διορίστηκε επιτροπή για να διοικήσει «καθ’ όποιον τρόπον η Θεία πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή τινάς να αντιτείνει ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των». Ο διορισμός, ίσως για να προλάβει αντιδράσεις, θέτει όριο άσκησης της εξουσίας αυτής την κατάληψη της Τρίπολης, που ήδη πολιορκείται.

Η προσπάθεια αυτή συναντά ευρείες αντιδράσεις. Το καλοκαίρι γίνονται γεγονότα που δείχνουν ότι η πραγματική παρουσία της παραδοσιακής αριστοκρατίας είχε εκ των πραγμάτων περιοριστεί και ότι είχε δημιουργηθεί μια νέα κατάσταση. Ερχεται στην Ελλάδα ο Δ. Υψηλάντης, που διεκδικεί την ανωτάτη εξουσία στη βάση της δράσης του αδελφού του Αλεξάνδρου. Γύρω του συσπειρώνεται μια σημαντική μερίδα Φιλικών. Φυσικά, οι πρόκριτοι αρνούνται, ο Μαυροκορδάτος αρνείται επίσης και τα πράγματα φθάνουν ως την απειλή σύγκρουσης στο στρατόπεδο των Βερβαίνων.

Στην πρώτη αυτή αντιπαράθεση, συγκλίνουν πολλά στοιχεία. Τα κυριότερα είναι:

1. Η αντίθεση των ανωτέρων στρωμάτων της «αριστοκρατίας» (με την έννοια του συνόλου των «ανωτέρων» τάξεων) με εκείνα τα κατώτερα στρώματά της που χάνουν έδαφος και που, πριν γίνει η Επανάσταση, πρωτοστατούν στην ίδρυση και τη δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρίας. Η ήττα των τελευταίων στην αντιπαράθεση αυτή δείχνει την όλο και μεγαλύτερη αποχώρησή τους από την ιστορική σκηνή.

2. Η αντίθεση προκρίτων – στρατιωτικών. Οι πρόκριτοι θέλουν να κυριαρχούν και να διαχειρίζονται την κατάσταση όπως ως τώρα, στηριγμένοι στη λειτουργία των στρατιωτικών όπως ήταν ως τώρα. Δεν έχουν καταλάβει ότι η λειτουργία αυτή έχει αλλάξει και ότι οι στρατιωτικοί δεν είναι τόσο υπάκουοι όσο στο παρελθόν.

3. Η αντίθεση προκρίτων – αγροτιάς. Οι προθέσεις των προκρίτων να μη θιγούν σε απολύτως τίποτε τα προνόμιά τους θα πρέπει να ήταν πολύ προκλητικές, με αποτέλεσμα την αντίδραση της αγροτικής μάζας. Η αντίθεση αυτή συνδέεται με την προηγουμένη, καθώς οι αγρότες έχουν, σε μεγάλο βαθμό, «στρατιωτικοποιηθεί» λόγω του πολέμου.

Η παρέμβαση του Κολοκοτρώνη σώζει τους προκρίτους από απρόβλεπτες συνέπειες. Ο Κολοκοτρώνης σχολιάστηκε πολύ για την παρέμβασή του αυτή, που είχε και το στοιχείο της αυτοκαταστροφής, αφού αντιστρατευόταν τη στρατιωτική πλευρά στην οποία ανήκε και ο ίδιος. Η παρέμβαση αυτή έδειξε ότι ο Κολοκοτρώνης έβλεπε το μέλλον του μέσα σε ένα κόσμο όπου υπάρχουν και οι πρόκριτοι. Η ουσία της ενέργειας ήταν ότι έδειξε την ανικανότητα του στρώματος στο οποίο ανήκε να διαχωριστεί από τους προκρίτους και αυτό δεν περιορίζεται μόνο στον Κολοκοτρώνη. Ωστόσο, στις παραινέσεις του Κολοκοτρώνη βλέπουμε και ένα πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο, που, ίσως, δεν έχει προσεχτεί όσο πρέπει: Το φόβο διεθνών περιπλοκών.

Οπως και αν έχει το πράγμα, οι εξελίξεις τρέχουν. Η Επανάσταση σημειώνει σοβαρές στρατιωτικές επιτυχίες. Το Σεπτέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται η Τρίπολη, ασφαλίζοντας την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Το Δεκέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται το Ναύπλιο. Η Πάτρα πολιορκείται. Στα μέσα του Γενάρη του 1822, καταλαμβάνεται η Κόρινθος, πολύ μεγάλο οικονομικό κέντρο της εποχής. Η Επανάσταση εξαπλώνεται και, όπως δείχνουν τα επακόλουθα γεγονότα, εξασφαλίζεται και στη Στερεά.

Οι στρατιωτικές επιτυχίες οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων της Πελοποννήσου, αλλά, παράλληλα, κάνουν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη οργάνωσης της Επανάστασης σε ευρύτερη κλίμακα.

Η ανάγκη αυτή εξυπηρετήθηκε με τρόπο που έδειχνε την πολύπλοκη κατάσταση στη διάταξη των δυνάμεων και στις μεταξύ τους σχέσεις. Το Νοέμβρη του 1821, ο Δ. Υψηλάντης καλεί Εθνοσυνέλευση. Παρ’ όλο που δεν είχε καμιά επίσημη αρμοδιότητα γι’ αυτό, η ανάγκη της εθνικής οργάνωσης είναι τόση ώστε κανείς δεν τολμά να φέρει αντιρρήσεις. Αντίθετα, οι πρόκριτοι θεωρούν την Εθνοσυνέλευση σαν κατάλληλη ευκαιρία για να εξασθενήσουν παραπέρα τον Υψηλάντη. Ετσι συγκαλείται η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία, την 1η Γενάρη του 1822, ανακηρύσσει την Ελλάδα ανεξάρτητη.

Ενα βήμα κατ’ εξοχήν επαναστατικό αλλά που δεν ήταν το μόνο. Στην πραγματικότητα, η Επίδαυρος προχωρά σε ένα βήμα του οποίου σήμερα δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε την πραγματική σημασία, αλλά που, στην εποχή του, θα πρέπει να φαινόταν πραγματικά «κουφό». Ας σκεφθούμε λίγο: Σε μια μακρινή και κάθε άλλο παρά κεντρικού ρόλου γωνιά της Ευρώπης, μέχρι προ μηνών επαρχία του Σουλτάνου και, επί πλέον, σε συνθήκες όπου, στην υπόλοιπη Ευρώπη, φαίνεται να κυριαρχεί η μοναρχοαπολυταρχική αντεπανάσταση,εγκαθιδρύεται η αστική δημοκρατία.

Από την άποψη των συγκεκριμένων πολιτικών παραμέτρων, η Α΄ Εθνοσυνέλευση δημιούργησε μια ακανθώδη – ίσως, μάλιστα, και εκρηκτική – πραγματικότητα:

1. Δημιουργεί για πρώτη φορά τη συμμαχία προκρίτων της Πελοποννήσου και προκρίτων των νησιών, δηλαδή μισογαιοκτημονικής – μισοδιοικητικής αριστοκρατίας και εφοπλιστικού κεφαλαίου. Στη συμμαχία αυτή, εντάσσεται και μεγάλο μέρος των κατωτέρων οπλαρχηγών της Στερεάς, όπου η πολιτική αριστοκρατία είναι πολύ πιο αδύνατη και οι επιχειρήσεις, σε συνθήκες πολύ μεγαλύτερης στρατηγικής έκθεσης, έχουν ήδη αρχίσει να διαλύουν τα παληά αρματολήκια.

2. Εξασθενεί τη θέση των στρατιωτικών, εκείνων, δηλαδή, που, με τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, εξασφαλίζουν την επιβίωση της Επανάστασης.

Η αντιπαράθεση δε θα μπορεί να μένει σε εκκρεμότητα για πάντα. Το 1824, οι δυο παρατάξεις που έχουν διαμορφωθεί (έμποροι και πρόκριτοι, από τη μια μεριά, και μεγαλοκαπεταναίοι, ιδιαίτερα Πελοποννήσιοι, από την άλλη) θα προσπαθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους με τα όπλα. Ο πόλεμος αυτός θα χαρακτηριστεί από περιορισμένες συγκρούσεις και ατέρμονες διαπραγματεύσεις και συνομιλίες, που όλες καταλήγουν στην ήττα των στρατιωτικών, των οποίων ο αρχηγός Κολοκοτρώνης αναγκάζεται να παραδώσει στους αντιπάλους του το Ναύπλιο που διοικεί ο γιος του Πάνος. Στο Ναύπλιο, εγκαθίσταται η κυβέρνηση και, έτσι, δημιουργείται και η πρώτη ελληνική πρωτεύουσα.

Ο συνασπισμός ναυτικών – προκρίτων βγαίνει νικητής. Εκείνο που αξίζει να παρατηρηθεί εδώ και που απαιτεί, ασφαλώς, πολλή ανάλυση είναι η στάση του «συνασπισμού των Φιλικών των Βερβαίνων» ή, για την ακρίβεια, οι διαλυτικές τάσεις στις γραμμές του. Ο Δικαίος, από τα βασικά στηρίγματα του Υψηλάντη στα Βέρβαινα, τώρα βοηθά τους τέως αντιπάλους του, προσπαθώντας να οργανώσει ένοπλη αντίσταση ενάντια στον Κολοκοτρώνη. Ο Αναγνωσταράς πάει με τους νησιώτες. Ένας παλαιός Φιλικός, ο Μποταΐτης, οργανώνει εξέγερση στην Τρίπολη ενάντια στον Κολοκοτρώνη. Εκείνο που φαίνεται ότι συμβαίνει είναι ότι η διάλυση της βασικής δύναμης των στοιχείων αυτών έχει ολοκληρωθεί. Οι οικονομικές τους λειτουργίες αποδείχθηκαν ανίσχυρες και σε υποχώρηση. Ο γενικά αστικός τους χαρακτήρας δεν τους επιτρέπει (συντελούντων και των ειδικών χαρακτηριστικών του αγροτικού προβλήματος) να αποκτήσουν δεσμούς με την αγροτιά και να δημιουργήσουν με τη βοήθειά της αυτό που φαίνεται να είναι το κίνητρο των ενεργειών τους – ένα συγκεντρωτικό κράτος. Η αγροτιά μένει κυρίως συνδεδεμένη με τους καπεταναίους. Ισως δεν είναι τυχαίο το ότι η εξέγερση του Μποταΐτη στην Τρίπολη είναι κυρίως εξέγερση χειροτεχνών που καταστέλλεται με τη μετάκληση αγροτών από τις γειτονικές περιοχές.

Είτε από σκοπιμότητα είτε από πεποίθηση (είτε, το πιθανότερο, και από τα δυο), οι καπεταναίοι θα δείξουν αυτό το δεσμό, προειδοποιώντας τους αγρότες ότι οι γαίες της Πελοποννήσου κινδυνεύουν από τη νησιωτική επιβουλή, πράγμα που, άλλωστε, δεν ήταν παρά η αλήθεια.

Για το λόγο αυτό ακριβώς, «ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος έρριψεν επί της παύσεώς του τα σπέρματα του δευτέρου», όπως λέει ο Τρικούπης.

Οι εφοπλιστές είχαν υποστηρίξει τους προκρίτους γιατί θεωρούσαν ότι η νίκη τους θα τους εξασφάλιζε μια σταθερή κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, όπως το έβλεπαν αυτοί, θα τους εξασφάλιζε τις γαίες της Πελοποννήσου, δηλαδή δυνατότητες τοποθέτησης των κεφαλαίων τους στη γη, ή, ακόμη καλύτερα, τις προσόδους της Πελοποννήσου. Αυτά όλα, όμως, τα εποφθαλμιούσαν και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου. Ετσι, μετά την ήττα των στρατιωτικών, φάνηκαν αμέσως οι αντιθέσεις μεταξύ των ως τώρα συμμάχων.

Ο Κολοκοτρώνης λέει στο Λόντο και το Ζαΐμη ότι τους παραδίδει το Ναύπλιο, εκείνοι, όμως, πρέπει να εξασφαλίσουν ότι δε θα επιτραπεί σε «ξένους» να «καβαλλικέψουν το άτι του Μοριά, διότι το σακατεύουν». Λέει, δηλαδή, στους Πελοποννησίους προκρίτους ότι η νησιωτική απειλή δεν αφορά μόνο τα συμφέροντα των καπεταναίων ή των αγροτών αλλά και τα δικά τους. Απο την άλλη, έχουμε το Γ. Κουντουριώτη που γράφει στον αδελφό του: «Οι Πελοποννήσιοι, αδελφέ, δεν επιθυμούσι να ενδυναμώσωσι την διοίκησιν δια να ημπορέσει να πωλήση τα εθνικά εισοδήματα, επειδή εσυνήθισαν να τα φάγωσιν οι ίδιοι και όχι να καταναλίσκωνται εις τας ανάγκας της πατρίδος». Ενδιαφέρον είναι ότι και οι δυο πλευρές έχουν συναίσθηση του βάρους της ξένης ανάμιξης. Ο μεν Κολοκοτρώνης λέει στο Λόντο ότι πρέπει να προσέχει διότι «το δάνειο έρχεται και, αν δεν έρχεται, θα έρθει», ενώ ο Κουντουριώτης συνιστά στην κυβέρνηση «να προφθάσει κατά τάχος αυτό το δάνειον και δυνάμει τούτου ανατρέπει και ματαιοί όλα τα σχέδια και στοχασμούς των αντιπατριωτών και των κατά το σχήμα πατριωτών».

Οι πρώην αντίπαλοι – Πελοποννήσιοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί – γίνονται τώρα σύμμαχοι. Το έναυσμα για την τελική αναμέτρηση δίνεται τον Οκτώβρη του 1824 και καθόλου τυχαία αποτελεί άρνηση των κατοίκων της Αρκαδίας να πληρώσουν φόρους. Η κυβέρνηση στέλνει εκεί – επίσης καθόλου τυχαία – 500 Ρουμελιώτες αλλά με επί κεφαλής ένα χαρακτηριστικό Πελοποννήσιο, το Δικαίο, που είχε γίνει, στο μεταξύ, υπουργός Εσωτερικών.

Γρήγορα, οι συγκρούσεις γενικεύονται και η κυβέρνηση, παρ’ όλο που έδειξε να υπερτερεί από την αρχή, αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή τα μεγάλο μέσα: Δίνει εντολή στα στρατεύματα της Στερεάς να εισβάλουν στην Πελοπόννησο, πράγμα που γίνεται. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης χτυπιούνται αποφασιστικά, οι δυνάμεις τους γρήγορα διαλύονται και οι πιο πολλοί ηγετικοί τους παράγοντες αναγκάζονται να παραδοθούν. Μεταφέρονται στην Υδρα, όπου και φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.

Ο Τρικούπης κάνει μια ενδιαφέρουσα σύγκριση των δυο εμφυλίων πολέμων: «Μικρός ήτον ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος, μικρά και τα κινήσαντα αυτόν αίτια, μικρού λόγου και οι σκοποί του. Η Αρχή, το μήλον της έριδος, ήτον εφήμερος, διότι εφήμερα, ο εστί ενιαύσια, ήσαν και τα βουλευτικά και τα νομοτελεστικά. Το δε νομοτελεστικόν της περιόδου ταύτης, ως αναπληρωτικόν του άλλου, ουδέ τετράμηνον διάρκειαν είχεν. Ουδενός δε των διαμαχομένων η φίλαρχος επιθυμία επέκεινα του τέρματος ή των όρων της καθεστώσης εξουσίας παρεξετείνετο. Διηρήτο δε η εξουσία και εις πολλούς και υπό τον χαλινόν και την αυστηράν επίβλεψιν της βουλής πάντοτε έκειτο. Πελοποννήσιοι προς Πελοποννησίους εμάχοντο επί του πρώτου εμφυλίου πολέμου. Σχέσιν έχοντες ούτοι προς αλλήλους επολιτεύοντο και εν πολέμω μετρίως. Ολίγη, ως είδαμεν, η αιματοχυσία, ουδεμία διάθεσις καταστροφής ή διαρπαγής, ευκατεύναυστα τα πάθη, οι σήμερον πολέμιοι έγιναν της επαύριον φίλοι και η περί ης ο λόγος αλληλομαχία εφαίνετο μάλλον στάσις ή πόλεμος. Αλλά λίαν δεινός και λίαν φθοροποιός κατήντησεν ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος προκειμένης όχι εφημέρου εξουσίας, ως άλλοτε, αλλά καταστροφής και εξοντώσεως των ισχυρών της Πελοποννήσου. Εξώκειλε δε ένεκα τούτου και εις τόσην κακοήθειαν ώστε η εις την Πελοπόννησον εισβολή και πέραν του ισθμού στρατευμάτων δοθέντων εις αρπαγήν και εις ακολασίαν ανεκάλεσεν εις την μνήμην των παθόντων όσα κακά έπαθον επί της εισβολής των Αλβανών οι πατέρες αυτών».

Ο Τρικούπης διαπιστώνει σοβαρές διαφορές ανάμεσα στους δυο εμφυλίους πολέμους. Κυρίως διαπιστώνει τη μεγάλη όξυνση των αντιθέσεων και την αύξηση του βάθους της σύγκρουσης, που εκφράζονται, μεταξύ άλλων, μέσω της κρίσης του τοπικισμού. Η όξυνση της σύγκρουσης μαρτυρείται και από πολλά άλλα στοιχεία. Είναι χαρακτηριστικό το ότι οι αντικυβερνητικοί ηγέτες δεν πιάστηκαν καν αιχμάλωτοι αλλά προτίμησαν να πάνε οι ίδιοι να παραδοθούν οικειοθελώς στην κυβέρνηση στο Ναύπλιο γιατί είχαν φόβους για την τύχη τους αν συλλαμβάνονταν στις επαρχίες τους. Η ξένη ανάμιξη ίσως ήταν πιο σοβαρή από ό,τι νομίζεται. Ο δρόμος του ασύλου προς τα Επτάνησα ήταν κλειστός και ο Γεώργιος Σισίνης και ο γιος του Χρύσανθος, που είχαν καταφύγει εκεί, απελάθηκαν και αναγκάστηκαν και αυτοί να παραδοθούν στην Κυβέρνηση του Ναυπλίου. Αγγλική προσπάθεια ενίσχυσης της «αγγλικής» μερίδας για την εξάλειψη της «ρωσικής»;

Το βέβαιο είναι ότι η οξύτητα του δευτέρου εμφυλίου πολέμου δείχνει ότι τα προβλήματα της Επανάστασης βαθαίνουν, γίνονται πιο επείγοντα και πιεστικά, ζητούν πιο άμεση λύση.

Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος αφήνει νικητή στο πεδίο της μάχης το συνασπισμό που στηρίζεται στο εφοπλιστικό και εμπορικό κεφάλαιο και τους συμμάχους του. Αυτός θα κληθεί να χειρισθεί τα μεγάλα προβλήματα που βρίσκονται μπροστά του και που σύντομα θα γίνουν πολύ μεγαλύτερα, λυδία λίθος των ικανοτήτων των εκπροσώπων του και της ιστορικής στενότητας των καταβολών του.

Αγρότες, γη και εμφύλιοι πόλεμοι
Ενα από τα βασικά χαρακτηριστικά των εμφυλίων πολέμων είναι το ότι παραμένουν πάντα αναμετρήσεις μεταξύ των διαφόρων κυριάρχων ομάδων, δηλαδή των εμποροναυτικών των νησιών, της μισογαιοκτημονικής – διοικητικής αριστοκρατίας κυρίως της Πελοποννήσου και των διαφόρων στρωμάτων της πολεμικής αριστοκρατίας. Η αγροτιά σαν δύναμη που έχει μεγάλο αριθμητικό βάρος στις συνθήκες της εποχής φαίνεται να λείπει. Αυτό από μόνο του δημιουργεί, από τη μια, τη διαπίστωση ότι «η αγροτιά δεν μπόρεσε να δημιουργήσει δικό της κόμμα, έστω και αδύνατο, που να παλέψει για τις δικές της διεκδικήσεις» (Ζεύγος, Α΄, σελ. 88) και, από την άλλη, το ερώτημα του πώς έγινε αυτό.

Για οποιαδήποτε απάντηση ή προσπάθεια απάντησης στο ερώτημα αυτό, απαιτείται εξέταση του προβλήματος που απασχολούσε και ήταν φυσικό να απασχολεί σαν κύριο θέμα την αγροτιά της εποχής, δηλαδή, του προβλήματος της γης.

Το πρόβλημα της γης κατέχει στην Επανάσταση του 1821 μια ιδιόμορφη και μάλιστα, αντιφατική θέση.

Από την άποψη του γενικού χαρακτήρα της δεδομένης κοινωνίας, που παραμένει, με όλες του τις αλλαγές, βασικά αγροτικός, αλλά και των γενικών όρων της εποχής, δεν μπορεί παρά να έχει πρωτεύουσα θέση. Η ίδια η γη, κατά κανόνα ανήκει στο Σουλτάνο. Η κρίση της Αυτοκρατορίας, η διείσδυση του ξένου κεφαλαίου, η αποικιακή μεταστροφή του Οθωμανικού οικονομικού χώρου έφερε και σοβαρές ή και επικίνδυνες αλλαγές στις αγροτικές σχέσεις, οξύνοντας την οικονομική κρίση και σπρώχνοντας στην Επανάσταση.

Η γη είναι από τους σημαντικούς άξονες συμμετοχής ή και αποδοχής της Επανάστασης. Για τον αγρότη, η Επανάσταση προσφέρει τη διέξοδο από τη φορολογική απληστία του Οθωμανικού κράτους αλλά και από μια τάση αποξένωσής του από τη γη, που γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στα πλαίσια της βαθιάς και πολυπλόκαμης κρίσης της Αυτοκρατορίας. Για τον πάσης φύσεως «επιχειρηματία» της εποχής και, ακόμη περισσότερο για τον εμποροναυτικό, η Επανάσταση του άνοιγε τη δυνατότητα επένδυσης των κεφαλαίων του και στη γη. Μια τέτια ωστόσο, τοποθέτηση, όσο υπάρχει η Οθωμανική κυριαρχία, θα είναι πάντα επισφαλής αν όχι ζημιογόνα εκ των προτέρων.

Παράλληλα, η γη (πιο σωστά, η προβληματική για τη γη) στην Επανάσταση φαίνεται να παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Η γη δε φαίνεται να αποτελεί συχνά αντικείμενο αντιπαραθέσεων και δεν καταλαμβάνει το επίκεντρο στους εμφυλίους πολέμους. Βλέπουμε επίσης ότι και η αγροτιά δεν κατορθώνει να διαμορφώσει δικό της ρόλο αλλά ακολουθεί τους μεν ή τους δε αρχηγούς στη βάση διαφόρων πελατειακών ή άλλων σχέσεων νομιμοφροσύνης.

Φυσικά, δεν είναι παράξενο που η αγροτιά δεν κατορθώνει να εξασφαλίσει δική της πολιτική παρουσία, καθώς αυτό βρίσκεται έξω από τις ιστορικές δυνατότητες της μεσαιωνικής και μισομεσαιωνικής αγροτιάς. Πώς, όμως, είναι δυνατό η αγροτιά να μην κατορθώνει να προβάλει το πρόβλημα της γης στις συνθήκες μιας κοινωνίας, πάντως, αγροτικής και διάλυσης του φεουδαρχικού κράτους;

Η παθητικότητα του μεσαιωνικού και μισομεσαιωνικού αγρότη δεν τα εξηγεί όλα. Στο κάτω – κάτω, η γαλλική αγροτιά ήταν όχι λιγότερο παθητική, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να ξεσηκωθεί σε μια εξέγερση που απείλησε να σαρώσει τα πάντα, οδηγώντας στη Νύχτα της Κατάργησης των Προνομίων (4-5 Αυγούστου 1789), όπου, στα πλαίσια μιας τελετής, όπως φαίνεται, μεγαλόπρεπα σκηνοθετημένης, οι κορυφές της μεγαλοαστικής τάξης και της αριστοκρατίας προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να γεφυρώσουν τις αντιθέσεις τους σε βάρος της εντελώς μεσαιωνικής αριστοκρατικής μερίδας.

Αν τέτια φαινόμενα δε συνέβησαν στην Ελλάδα, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος βαθύτερος λόγος.

Ενας τέτιος λόγος θα πρέπει να ήταν η απουσία μιας κληρονομικής έγγειας αριστοκρατίας βαθιά ριζωμένης σε συνδυασμό με την εικόνα της αντεπανάστασης. Ο αντεπαναστατικός αντίπαλος εδώ είναι ο Οθωμανός, με τον οποίο το περιβάλλον του αγρότη δεν αισθάνεται να συνδέεται με κανένα δεσμό εθνικό, πολιτιστικό, γλωσσικό, εκκλησιαστικοθρησκευτικό κλπ. και γι’ αυτό η κυριαρχία του καταστρέφεται αμέσως, πράγμα που επιδρά στη συμπεριφορά του αγρότη.

Ενας άλλος παράγων μπορεί να ήταν η σχετικά εύκολη επικράτηση στην Ελλάδα των αστικών θεσμών (έστω και, καμιά φορά, γελοιογραφικοποιημένων), πράγμα που καλμάρει τον αγρότη σαν παράγοντα της αστικής κοινωνίας. Δεν μπορεί κανείς να μην παρατηρήσει ότι πολλά θέματα, που, σε άλλες χώρες, χρειάστηκαν σκληρούς ή και αιματηρούς αγώνες, στην Ελλάδα επικράτησαν χωρίς συγκρούσεις και, συνήθως, χωρίς καν σοβαρή συζήτηση.

Ενας άλλος παράγων, τέλος, μπορεί να ήταν ο «μειωμένα αγροτικός» χαρακτήρας της Ελληνικής κοινωνίας.

Ωστόσο, μόνα τα παραπάνω δεν αρκούν για εξήγηση. Όσο μειωμένος και αν ήταν ο αγροτικός χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας, δεν έπαυε να είναι κυρίαρχος και είναι δύσκολο να δεχθούμε ότι η αγροτιά θα ικανοποιούνταν με όλα αυτά, αν αισθανόταν τα κύρια συμφέροντά της υπό απειλήν στο κύριο γι αυτήν θέμα, δηλαδή το θέμα τη γης.

Γιατί, κατά τη γνώμη μας, αυτό ακριβώς συνέβη: Η αγροτιά κρατά παθητική στάση γιατί δεν αισθάνεται τα συμφέροντά της να απειλούνται.

Για να δούμε πώς αυτό εξηγείται, πρέπει να δούμε τι έγινε με τη γη.

Με την έκρηξη της Επανάστασης, οι Οθωμανικές περιουσίες δημεύονται και γίνονται κρατική ιδιοκτησία. Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή και έντιμη αμφιβολία ότι, στην κοινή συνείδηση, το μέτρο αυτό θεωρήθηκε σαν μέτρο «που συνιστούσε μια φάση του σχεδίου διανομής της γης σε ακτήμονες αγωνιστές και γεωργούς». Εξ άλλου το γεγονός ότι οι αγρότες ήσαν, στην πλειοψηφία τους, ένοπλοι αποτελούσε ένα είδος «εγγύησης» για την κατάληξη αυτή. Οπωσδήποτε η επίδραση της συγκεκριμένης επίλυσης του προβλήματος της γης στην παραπέρα ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στο νεοσύστατο κράτος είναι ένα μεγάλο και ενδιαφέρον θέμα, για το οποίο καταγράφονται διαφορετικές προσεγγίσεις. Μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση επί του θέματος εκφεύγει από τα όρια του παρόντος άρθρου.

Η κρατικοποίηση της γης επιζεί σαν προσωρινό σχήμα. Η τάση κερματισμένης αγροτικής ιδιοκτησίας είναι πολύ ισχυρή και τα ανάλογα σχέδια δε λείπουν από την εποχή της Επανάστασης. Ο Καποδίστριας, μεγάλος γαιοκτήμων ο ίδιος, το σκέπτεται στα σοβαρά, όπως δείχνει το ψήφισμα της 29ης Ιούλη 1829. Είναι εντελώς χαρακτηριστικό ότι το μόνο σχέδιο που μόνιμα αποκλείεται είναι η εκποίηση της γης, που θα σήμαινε ιδιοποίησή της από τους οικονομικά ισχυρούς σε βάρος των αγροτών και των κατωτέρων στρωμάτων των κυριάρχων τάξεων. Και, ίσως, εδώ να έχουμε και μια ευκαιρία για την καλλίτερη αποτίμηση της περίφημης αδράνειας της αγροτιάς. Οταν, στη διάρκεια της Β΄ Εθνοσυνέλευσης, κυκλοφορούν (βάσιμες) φήμες για σχέδια εκποίησης της γης, αρχίζουν μαζικές ένοπλες διαδηλώσεις, που θα πρέπει να ήταν αρκετά απειλητικές αν κρίνουμε από το ότι οι ενδιαφερόμενοι θάβουν φρόνιμα – φρόνιμα τα σχετικά προγράμματα. Αλλωστε, το ότι η Επανάσταση του 1821 έδωσε ώθηση σε μια διαδικασία που δεν αρνιόταν κατ’ αρχήν τα δικαιώματα της αγροτιάς στη γη και δεν την αποξένωνε από αυτή δε φάνηκε μόνο στη διάρκεια της Επανάστασης αλλά και του ελευθέρου κράτους. Αυτό εξηγεί και το ότι η αγροτιά ούτε στο ελεύθερο κράτος κατόρθωσε να προβάλει σαν αυτόνομη δύναμη με δικά της αιτήματα.

Μιλώντας για την κατάσταση όπως διαμορφώνεται μετά το 1871, ο Ζεύγος δίνει μια εικόνα της αγροτιάς, την ακρίβεια της οποίας δε θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε γιατί ο καθένας μας μπορεί να τη διαπιστώσει από την καθημερινή του εμπειρία. «Αυτή η λύση (σ.σ. του 1871) δυνάμωσε πιο πολύ την ανομοιογένεια και τα βάρη της αγροτιάς, όμως βοήθησε στην ανάπτυξη ειδικών καλλιεργειών, όπως θα δούμε. Πλάι στους σταφιδοπαραγωγούς, υπάρχουν αμπελουργοί, κτηνοτρόφοι, σιτοπαραγωγοί, άλλοι που παράγουν άλλα είδη ή λίγο απ’ όλα. Οι ακτήμονες είναι ανακατωμένοι με μικροϊδιοκτήτες κάθε βαθμού, μικροτσιφλικάδες, μεγάλους τσιφλικάδες. Υπάρχουν καλλιέργειες με μισακάρικο, τριτάρικο, αποκοπή, εμφυτευτικές σχέσεις και η δεκάτη βαραίνει τα σιτηρά, ενώ οι εμπορευματικές καλλιέργειες πληρώνουν πραγματικά δεκάτη στα τελωνεία εξαγωγής. Ετσι, την αγροτιά, που βρίσκεται απ’ όλες τις μεριές στα νύχια της εκμετάλλευσης, δεν τη συγκινεί ένα πρόβλημα ομοιογενές, χτυπητό, επιβλητικό. Οι αντιθέσεις της με την κυρίαρχη τάξη περιπλέκονται και αυτό το πράγμα στάθηκε ένας ακόμη λόγος που δυσκόλευε την αγροτιά στην ενιαία κινητοποίηση και πάλη της».

Η εικόνα αυτή – αναμφισβήτητη, το επαναλαμβάνουμε, και που αρχίζει να επικρατεί πολύ πριν το 1871 – συχνά έχει χρησιμοποιηθεί για να δείξει την καθυστέρηση του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής υπαίθρου. Στην πραγματικότητα, δείχνει το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την από νωρίς επικράτηση συγχρόνων μορφών οργάνωσης. Διότι, στις συνθήκες της εξουσίας του κεφαλαίου, το «κανονικό» είναι ακριβώς αυτό: Μια αγροτιά διασπασμένη, ανίκανη για αυτοτελή δράση, με ασφάλεια υποταγμένη στην κυριαρχία της αστικής τάξης, που εργάζεται για την αγορά. Το χαμηλό ή σχετικά χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η κακή κατάσταση της αγροτιάς δε σημαίνουν κατ’ ανάγκην έλλειψη αστικού μετασχηματισμού. Πολύ περισσότερο, ο αστικός αυτός μετασχηματισμός δεν προϋποθέτει τη χαλάρωση της εκμετάλλευσης της αγροτιάς από το κεφάλαιο. Προϋποθέτει το ακριβώς αντίθετο. Από την άλλη μεριά, η εκμετάλλευση ή ακόμη και η σκληρή εκμετάλλευση δεν αρκεί ώστε μια δύναμη να προβάλει και να παίξει κάποιο αυτόνομο ρόλο. Γι’ αυτό, απαιτούνται μια σειρά όρων που, από τη μια μεριά, δεν εμφανίσθηκαν στην περίπτωση της ελληνικής αγροτιάς στο 19ο αιώνα και, από την άλλη, δεν ανήκουν στη σφαίρα της αγροτιάς γενικά. Έτσι, η αγροτιά στην Επανάσταση και στο ελεύθερο κράτος, που νοιώθει τις ελάχιστες και απαράβατες απαιτήσεις της, στο βαθμό που μπορεί και η ίδια να τις αντιληφθεί, να ικανοποιούνται, δεν ωθείται να εμφανιστεί άμεσα το προσκήνιο και ακολουθεί χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα το φυσικό της ηγέτη της εποχής, την αστική τάξη ή, σωστότερα, τις διάφορες πλευρές της.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σ. Τρικούπη: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Γεωργίου Φίνλαιυ: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».

Ζεύγου Γιάννη: «Νεοελληνική Ιστορία». Μέρη Α΄ και Β΄.

Χάου Σάμουελ Γκρίντλεϋ: «Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης». Εκδόσεις «Εκάτη», Αθήνα 1997.

Κρεμμύδας Βασίλης: «Εισαγωγή στην Ιστορία της Νεοελληνικής κοινωνίας (1700 -1821)». Εκδόσεις «Εξάντας», Αθήνα 1988.

Μάουρερ Γκέοργκ Λούντβιχ: «Ο Ελληνικός Λαός – Δημόσιο, Ιδιωτικό και Εκκλησιαστικό Δίκαιο από την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία ως την 31η Ιουλίου 1834».Εκδόσεις «Αφων Τολίδη», Αθήνα 1976.

Πετρόπουλου Ι. Α. – Κουμαριανού Αικ.: «Η θεμελίωση του Ελληνικού κράτους, Οθωνική περίοδος 1833-1843».Εκδόσεις «Παπαζήση», Αθήνα 1982.

Ροτζώκου Νίκου: «Επανάσταση Εμφύλιος στο Εικοσιένα».Εκδόσεις «Πλέθρον/Δοκιμές», Αθήνα 1997.

Σακελλαρόπουλου Θ.: «Οι κρίσεις στην Ελλάδα 1830-1857. Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές όψεις». Τόμοι Α΄ και Β΄. Εκδόσεις «Κριτική», Αθήνα 1994.

Αυγητίδη Κ.: «Η Ρωσία και ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του ελληνικού λαού». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2000.

Ερενμπουργκ Ηλία: «Γράκχος Μπαμπέφ: Ο υπερασπιστής του Λαού». Εκδόσεις «Ηριδανός».

Πηγή: «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τεύχος 1, 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ShareThis